- εἰσωπός
- εἰσωπός, όν,A within, i.e. between (perh. connected with ὀπή),
εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il.15.653
: abs., in harbour, A.R. 2.751.2 ([etym.] ὤψ) visible, Arat.79,122.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰσωποὶ δ' ἐγένοντο νεῶν Il.15.653
: abs., in harbour, A.R. 2.751.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εισωπός — εἰσωπός, όν (Α) 1. αυτός που έχει κάπου στραμμένο το πρόσωπο, που βρίσκεται μπροστά, κοντά σε κάποιον 2. αυτός που βρίσκεται σε καταφύγιο 3. φανερός, ορατός … Dictionary of Greek
εἰσωπός — within masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσωποί — εἰσωπός within masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek